- ποθοβλήτου
- ποθόβλητοςlove-strickenmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποθόβλητος — ον, Α 1. βληθείς, χτυπημένος, τραυματισμένος από πόθο («ποθοβλήτου Ἀναξαγόρα», Σιλεντ.) 2. αυτός που διεγείρει, που προκαλεί τον πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + βλητος (< βάλλω «χτυπώ»), πρβλ. κεραυνό βλητος] … Dictionary of Greek